λιθογραφικός

λιθογραφικός
-ή, -ό
αυτός που έχει σχέση με τη λιθογραφία: Όλη του τη ζωή ασχολήθηκε με τη λιθογραφική τέχνη.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λιθογραφικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λιθογράφο ή στη λιθογραφία («λιθογραφικός ασβεστόλιθος») 2. το θηλ. ως ουσ. η λιθογραφική η τέχνη τού λιθογράφου, η λιθογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. lithographique < lithographie (βλ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”